- αντιφεγγιά
- αντιφεγγιά, η και αντιφέγγισμα, τοη αντανάκλαση του φωτός, το αντιφώτισμα: Η αντιφεγγιά των νερών της λίμνης απ' το φως των άστρων ήταν έντονη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.